- αγιολογία
- Ο ιστορικός κλάδος της θεολογικής επιστήμης που ασχολείται με τους βίους των αγίων. Πρώτη απόπειρα αγιολογικής συγγραφής αποτελούν οι Πράξεις των Αποστόλων, που τις ακολούθησαν, εξαιτίας των διωγμών, οι συλλογές βίων μαρτύρων, όπως π.χ. οι Πράξεις των Μαρτύρων, οι Μάρτυρες της Παλαιστίνης, οι Μοναχοί της Συρίας, οι Μοναχοί της Ιταλίας, το Βιβλίον των Παπών. Στην αρχή οι συλλογές σχηματίστηκαν κατά κατηγορίες (μάρτυρες, μοναχοί κλπ.). Αργότερα, όταν επικράτησε η συνήθεια να ψάλλεται στους όρθρους και στους εσπερινούς η ακολουθία των αγίων και να διαβάζουν οι μοναχοί τους βίους των αγίων που εόρταζαν, οι συλλογές αυτές ακολούθησαν τη σειρά του εορτολογίου και χωρίστηκαν σε μήνες (Μηνολόγια στους ορθοδόξους, Legendae ή Passiones στους ρωμαιοκαθολικούς). Η α. καλλιεργήθηκε κυρίως τον Μεσαίωνα, όπου όμως έλαβε περισσότερο τη μορφή ρομαντικών διηγήσεων που προσέφεραν περιπετειώδεις ιστορίες και όχι μια σοβαρή και αξιόπιστη εικόνα των προσώπων. Αργότερα, με τη βοήθεια κυρίως των διανοουμένων, η α. έλαβε χαρακτήρα περισσότερο κριτικό, και στηρίχτηκε στις ιστορικές μόνο μαρτυρίες για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που ανέφερε. Δείγμα της εργασίας αυτής αποτελεί η συλλογή Acta Sanctorum (Πράξεις των Αγίων), που άρχισε τον 18ο αι. o ιησουίτης μοναχός Βολάνδος και περιέχει στοιχεία, πληροφορίες και διηγήσεις από τον βίο των αγίων. Αποσπάσματα της συλλογής έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά.
* * *η Θεολ.κλάδος τής Θεολογίας, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας περί τών αγίων τής πίστης, με την έρευνα τής ζωής και τού έργου τών αγίων, με τη θεολογική εκτίμηση τής αποδιδόμενης από την Εκκλησία τιμής στους αγίους, με την ιστορική εξέλιξη τής περί αγίων εκκλησιαστικής παραδόσεως.
Dictionary of Greek. 2013.